Translation meaning & definition of the word "curled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρογγυλεμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curled
[Στριφογυρίζω]/kərld/
adjective
1. Of hair having curls
- synonym:
- curled ,
- curling
1. Τρίχα που έχει μπούκλες
- συνώνυμο:
- τυλιγμένο ,
- ανακατώνω
Examples of using
The road curled around the side of the hill.
Ο δρόμος κυκλοφορούσε γύρω από την πλευρά του λόφου.