Translation meaning & definition of the word "curious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαγριωμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curious
[Περίεργος]/kjʊriəs/
adjective
1. Beyond or deviating from the usual or expected
- "A curious hybrid accent"
- "Her speech has a funny twang"
- "They have some funny ideas about war"
- "Had an odd name"
- "The peculiar aromatic odor of cloves"
- "Something definitely queer about this town"
- "What a rum fellow"
- "Singular behavior"
- synonym:
- curious ,
- funny ,
- odd ,
- peculiar ,
- queer ,
- rum ,
- rummy ,
- singular
1. Πέρα ή αποκλίνουν από το συνηθισμένο ή αναμενόμενο
- "Μια περίεργη υβριδική προφορά"
- "Η ομιλία της έχει ένα αστείο τινάνγκ"
- "Έχουν κάποιες αστείες ιδέες για τον πόλεμο"
- "Έχω ένα περίεργο όνομα"
- "Η ιδιαίτερη αρωματική οσμή των γαρίφαλων"
- "Κάτι σίγουρα παράξενο για αυτή την πόλη"
- "Τι ρούμι φίλε"
- "Ενιαία συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- περίεργος ,
- αστείος ,
- ιδιαίτερος ,
- περιπατητήσ ,
- ρούμι ,
- ρουμί ,
- μοναδικός
2. Eager to investigate and learn or learn more (sometimes about others' concerns)
- "A curious child is a teacher's delight"
- "A trap door that made me curious"
- "Curious investigators"
- "Traffic was slowed by curious rubberneckers"
- "Curious about the neighbor's doings"
- synonym:
- curious
2. Πρόθυμοι να διερευνήσουν και να μάθουν ή να μάθουν περισσότερα (μερικές φορές για τις ανησυχίες των άλλων)
- "Ένα περίεργο παιδί είναι η απόλαυση ενός δασκάλου"
- "Μια πόρτα παγίδα που με έκανε περίεργο"
- "Εξαγριωμένοι ερευνητές"
- "Η κυκλοφορία επιβραδύνθηκε από περίεργους λαστιχένιους ελαστήρες"
- "Εξαγριωμένος για τα πράγματα του γείτονα"
- συνώνυμο:
- περίεργος
3. Having curiosity aroused
- Eagerly interested in learning more
- "A trap door that made me curious"
- synonym:
- curious
3. Η περιέργεια προκαλείται
- Ενδιαφέρεται με ανυπομονησία να μάθει περισσότερα
- "Μια πόρτα παγίδα που με έκανε περίεργο"
- συνώνυμο:
- περίεργος
Examples of using
Kittens are curious.
Τα γατάκια είναι περίεργα.
Tom became curious.
Ο Τομ έγινε περίεργος.
I'm beginning to get curious.
Αρχίζω να περιπλέκομαι.