Translation meaning & definition of the word "curfew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόψε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curfew
[Καμπύλη]/kərfju/
noun
1. The time that the curfew signal is sounded
- synonym:
- curfew
1. Ο χρόνος που ακούγεται το σήμα απαγόρευσης κυκλοφορίας
- συνώνυμο:
- απαγόρευση κυκλοφορίας
2. A signal (usually a bell) announcing the start of curfew restrictions
- synonym:
- curfew
2. Ένα σήμα (συνήθως ένα βελ) που ανακοινώνει την έναρξη των περιορισμών απαγόρευσης κυκλοφορίας
- συνώνυμο:
- απαγόρευση κυκλοφορίας
3. An order that after a specific time certain activities (as being outside on the streets) are prohibited
- synonym:
- curfew
3. Μια εντολή ότι μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ορισμένες δραστηριότητες (α είναι έξω στους δρόμους) απαγορεύονται
- συνώνυμο:
- απαγόρευση κυκλοφορίας