Translation meaning & definition of the word "curb" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κράσπεδο" στην ελληνική γλώσσα
Curb
[Περιορισμός]noun
1. An edge between a sidewalk and a roadway consisting of a line of curbstones (usually forming part of a gutter)
- synonym:
- curb ,
- curbing ,
- kerb
1. Μια άκρη μεταξύ ενός πεζοδρομίου και ενός οδοστρώματος που αποτελείται από μια σειρά από κράσπεδα (που συνήθως αποτελούν μέρος μιας υδρορροής)
- συνώνυμο:
- περιορισμός ,
- kerb
2. A horse's bit with an attached chain or strap to check the horse
- synonym:
- curb ,
- curb bit
2. Κομμάτι αλόγου με προσαρτημένη αλυσίδα ή ιμάντα για τον έλεγχο του αλόγου
- συνώνυμο:
- περιορισμός ,
- λίγο πεζοδρόμιο
3. A stock exchange in new york
- synonym:
- American Stock Exchange ,
- AMEX ,
- Curb
3. Ένα χρηματιστήριο στη νέα υόρκη
- συνώνυμο:
- Αμερικανικό Χρηματιστήριο ,
- AMEX ,
- Περιορισμός
4. The act of restraining power or action or limiting excess
- "His common sense is a bridle to his quick temper"
- synonym:
- bridle ,
- check ,
- curb
4. Η πράξη της συγκράτησης της ισχύος ή της δράσης ή του περιορισμού της υπέρβασης
- "Η κοινή του λογική είναι ένα χαλινάρι στη γρήγορη ιδιοσυγκρασία του"
- συνώνυμο:
- χαλινάρι ,
- ελέγχω ,
- περιορισμός
verb
1. Lessen the intensity of
- Temper
- Hold in restraint
- Hold or keep within limits
- "Moderate your alcohol intake"
- "Hold your tongue"
- "Hold your temper"
- "Control your anger"
- synonym:
- control ,
- hold in ,
- hold ,
- contain ,
- check ,
- curb ,
- moderate
1. Μειώστε την ένταση του
- Ιδιοσυγκρασία
- Κρατήστε σε αυτοσυγκράτηση
- Κρατήστε ή κρατήστε εντός ορίων
- "Μετριάστε την πρόσληψη αλκοόλ"
- "Κράτα τη γλώσσα σου"
- "Κρατήστε την ψυχραιμία σας"
- "Ελέγξτε το θυμό σας"
- συνώνυμο:
- έλεγχος ,
- κρατώ ,
- περιέχω ,
- ελέγχω ,
- περιορισμός ,
- μέτρια
2. To put down by force or authority
- "Suppress a nascent uprising"
- "Stamp down on littering"
- "Conquer one's desires"
- synonym:
- suppress ,
- stamp down ,
- inhibit ,
- subdue ,
- conquer ,
- curb
2. Να κατασταλεί με τη βία ή την εξουσία
- "Καταστείλετε μια εκκολαπτόμενη εξέγερση"
- "Σφραγίστε τα σκουπίδια"
- "Κατακτήστε τις επιθυμίες σας"
- συνώνυμο:
- καταστέλλω ,
- σφραγίζω ,
- αναστέλλω ,
- υποτάσσω ,
- κατακτώ ,
- περιορισμός
3. Keep to the curb
- "Curb your dogs"
- synonym:
- curb
3. Κρατήστε στο κράσπεδο
- "Περιορίστε τα σκυλιά σας"
- συνώνυμο:
- περιορισμός
4. Place restrictions on
- "Curtail drinking in school"
- synonym:
- restrict ,
- curtail ,
- curb ,
- cut back
4. Θέστε περιορισμούς στο
- "Κούρεμα ποτό στο σχολείο"
- συνώνυμο:
- περιορίζω ,
- περικοπή ,
- περιορισμός ,
- περικόπτω