Translation meaning & definition of the word "curate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακριβής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curate
[Επιμέλεια]/kjʊrət/
noun
1. A person authorized to conduct religious worship
- "Clergymen are usually called ministers in protestant churches"
- synonym:
- curate ,
- minister of religion ,
- minister ,
- parson ,
- pastor ,
- rector
1. Ένα άτομο εξουσιοδοτημένο να διεξάγει θρησκευτική λατρεία
- "Οι κληρικοί συνήθως ονομάζονται υπουργοί στις προτεσταντικές εκκλησίες"
- συνώνυμο:
- επιμεληθεί ,
- υπουργός Θρησκείας ,
- υπουργός ,
- πάρον ,
- πάστορας ,
- πρύτανησ