Translation meaning & definition of the word "curare" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταμείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curare
[Κουρά]/kjurære/
noun
1. A toxic alkaloid found in certain tropical south american trees that is a powerful relaxant for striated muscles
- "Curare acts by blocking cholinergic transmission at the myoneural junction"
- synonym:
- tubocurarine ,
- curare
1. Ένα τοξικό αλκαλοειδές που βρίσκεται σε ορισμένα τροπικά δέντρα της νότιας αμερικής που είναι ένα ισχυρό χαλαρωτικό για τους ραβδωτούς μυς
- "Η τωρινή ενέργεια εμποδίζει τη χολινεργική μετάδοση στη μυονευρική διασταύρωση"
- συνώνυμο:
- τουνοκουραρίνη ,
- περιπλανώμαι