Translation meaning & definition of the word "cup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κύπελλο" στην ελληνική γλώσσα
Cup
[Κύπελλο]noun
1. A small open container usually used for drinking
- Usually has a handle
- "He put the cup back in the saucer"
- "The handle of the cup was missing"
- synonym:
- cup
1. Ένα μικρό ανοιχτό δοχείο που χρησιμοποιείται συνήθως για την κατανάλωση αλκοόλ
- Συνήθως έχει λαβή
- "Έβαλε το κύπελλο πίσω στο πιατάκι"
- "Η λαβή του κυπέλλου έλειπε"
- συνώνυμο:
- κύπελλο
2. The quantity a cup will hold
- "He drank a cup of coffee"
- "He borrowed a cup of sugar"
- synonym:
- cup ,
- cupful
2. Την ποσότητα που θα κρατήσει ένα φλιτζάνι
- "Πίνει ένα φλιτζάνι καφέ"
- "Δανείστηκε ένα φλιτζάνι ζάχαρη"
- συνώνυμο:
- κύπελλο ,
- φλυτζάνι
3. Any cup-shaped concavity
- "Bees filled the waxen cups with honey"
- "He wore a jock strap with a metal cup"
- "The cup of her bra"
- synonym:
- cup
3. Οποιαδήποτε κοίλη σε σχήμα κυπέλλου
- "Οι μέλισσες γέμισαν τα φλιτζάνια με μέλι"
- "Φορούσε ένα λουράκι ανακατωσούρας με ένα μεταλλικό κύπελλο"
- "Το ποτήρι του σουτιέν"
- συνώνυμο:
- κύπελλο
4. A united states liquid unit equal to 8 fluid ounces
- synonym:
- cup
4. Μια υγρή μονάδα των ηνωμένων πολιτειών ίση με 8 ρευστές ουγγιές
- συνώνυμο:
- κύπελλο
5. Cup-shaped plant organ
- synonym:
- cup
5. Φυτικό όργανο σε σχήμα κυπέλλου
- συνώνυμο:
- κύπελλο
6. A punch served in a pitcher instead of a punch bowl
- synonym:
- cup
6. Μια γροθιά που σερβίρεται σε μια στάμνα αντί για ένα μπολ γροθιά
- συνώνυμο:
- κύπελλο
7. The hole (or metal container in the hole) on a golf green
- "He swore as the ball rimmed the cup and rolled away"
- "Put the flag back in the cup"
- synonym:
- cup
7. Η τρύπα ( ή μεταλλικό δοχείο στην τρύπα) σε ένα πράσινο γκολφ
- "Ορκίστηκε καθώς η μπάλα χτύπησε το κύπελλο και έφυγε"
- "Βάλτε τη σημαία πίσω στο κύπελλο"
- συνώνυμο:
- κύπελλο
8. A large metal vessel with two handles that is awarded as a trophy to the winner of a competition
- "The school kept the cups is a special glass case"
- synonym:
- cup ,
- loving cup
8. Ένα μεγάλο μεταλλικό σκάφος με δύο λαβές που απονέμεται ως τρόπαιο στον νικητή ενός διαγωνισμού
- "Το σχολείο κράτησε τα κύπελλα είναι μια ειδική γυάλινη θήκη"
- συνώνυμο:
- κύπελλο ,
- αγαπημένο κύπελλο
verb
1. Form into the shape of a cup
- "She cupped her hands"
- synonym:
- cup
1. Σχηματίστε στο σχήμα ενός φλιτζανιού
- "Κατέκτησε τα χέρια της"
- συνώνυμο:
- κύπελλο
2. Put into a cup
- "Cup the milk"
- synonym:
- cup
2. Βάλτε σε ένα φλιτζάνι
- "Φτιάξε το γάλα"
- συνώνυμο:
- κύπελλο
3. Treat by applying evacuated cups to the patient's skin
- synonym:
- cup ,
- transfuse
3. Αντιμετωπίστε με την εφαρμογή εκκενωμένων φλυτζανιών στο δέρμα του ασθενούς
- συνώνυμο:
- κύπελλο ,
- μεταγγίζω