Translation meaning & definition of the word "cunning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πονηρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cunning
[Πονηρός]/kənɪŋ/
noun
1. Shrewdness as demonstrated by being skilled in deception
- synonym:
- craft ,
- craftiness ,
- cunning ,
- foxiness ,
- guile ,
- slyness ,
- wiliness
1. Η εξαπάτηση όπως αποδεικνύεται με το να είναι κανείς ειδικευμένος στην εξαπάτηση
- συνώνυμο:
- σκάφος ,
- επιδεξιότητα ,
- πονηρόσ ,
- αλεπού ,
- γκουίλ ,
- πονηρία ,
- ευφυία
2. Crafty artfulness (especially in deception)
- synonym:
- cunning
2. Επιδέξια τεχνικότητα (ειδικά στην εξαπάτηση)
- συνώνυμο:
- πονηρόσ
adjective
1. Attractive especially by means of smallness or prettiness or quaintness
- "A cute kid with pigtails"
- "A cute little apartment"
- "Cunning kittens"
- "A cunning baby"
- synonym:
- cunning ,
- cute
1. Ελκυστικό ειδικά μέσω της μικρότητας ή της ωραιότητας ή της γραφικότητας
- "Ένα χαριτωμένο παιδί με πλεξίδες"
- "Ένα χαριτωμένο μικρό διαμέρισμα"
- "Πονηρά γατάκια"
- "Ένα πονηρό μωρό"
- συνώνυμο:
- πονηρόσ ,
- χαριτωμένο
2. Marked by skill in deception
- "Cunning men often pass for wise"
- "Deep political machinations"
- "A foxy scheme"
- "A slick evasive answer"
- "Sly as a fox"
- "Tricky dick"
- "A wily old attorney"
- synonym:
- crafty ,
- cunning ,
- dodgy ,
- foxy ,
- guileful ,
- knavish ,
- slick ,
- sly ,
- tricksy ,
- tricky ,
- wily
2. Χαρακτηρίζεται από δεξιότητα στην εξαπάτηση
- "Οι πονηροί άνθρωποι συχνά περνούν για σοφούς"
- "Βαθιές πολιτικές μηχανορραφίες"
- "Ένα εξασθενημένο σχέδιο"
- "Μια απάντηση αποφυγής λειτουργίας"
- "Πολύ σαν αλεπού"
- "Τρίκυκλο πουλί"
- "Ένας παλιός δικηγόρος"
- συνώνυμο:
- επιδέξια ,
- πονηρόσ ,
- ντόντι ,
- φοξ ,
- εύθυμοσ ,
- πανούργοσ ,
- παίζω ,
- πονηρός ,
- τεχνητός ,
- δύσκολος ,
- πεισματάρησ
3. Showing inventiveness and skill
- "A clever gadget"
- "The cunning maneuvers leading to his success"
- "An ingenious solution to the problem"
- synonym:
- clever ,
- cunning ,
- ingenious
3. Επίδειξη εφευρετικότητας και ικανότητας
- "Ένα έξυπνο συσκευασία"
- "Οι πονηροί ελιγμοί που οδηγούν στην επιτυχία του"
- "Μια έξυπνη λύση στο πρόβλημα"
- συνώνυμο:
- έξυπνος ,
- πονηρόσ ,
- έξυπνοσ
Examples of using
People say that the fox is more cunning than other animals.
Οι άνθρωποι λένε ότι η αλεπού είναι πιο πονηρή από άλλα ζώα.