Translation meaning & definition of the word "cumbersome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγγούρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cumbersome
[Δυσκίνητοσ]/kəmbərsəm/
adjective
1. Difficult to handle or use especially because of size or weight
- "A cumbersome piece of machinery"
- "Cumbrous protective clothing"
- synonym:
- cumbersome ,
- cumbrous
1. Δύσκολο να χειριστεί ή να χρησιμοποιήσει ειδικά λόγω του μεγέθους ή του βάρους
- "Ένα δυσκίνητο κομμάτι μηχανήματος"
- "Ομβώδης προστατευτική ενδυμασία"
- συνώνυμο:
- δυσκίνητοσ ,
- οσφυώδησ
2. Not elegant or graceful in expression
- "An awkward prose style"
- "A clumsy apology"
- "His cumbersome writing style"
- "If the rumor is true, can anything be more inept than to repeat it now?"
- synonym:
- awkward ,
- clumsy ,
- cumbersome ,
- inapt ,
- inept ,
- ill-chosen
2. Δεν είναι κομψό ή χαριτωμένο στην έκφραση
- "Ένα αμήχανο στυλ πεζογραφίας"
- "Αδέξια συγγνώμη"
- "Είναι το δυσκίνητο στυλ γραφής"
- "Αν η φήμη είναι αληθινή, μπορεί κάτι να είναι πιο ανόητο από το να το επαναλάβουμε τώρα?"
- συνώνυμο:
- αδέξιοσ ,
- αδέξια ,
- δυσκίνητοσ ,
- ανεπαίσθητοσ ,
- ανίκανοσ ,
- επιλεγμένος