Translation meaning & definition of the word "cultured" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιέργεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cultured
[Καλλιεργημένος]/kəlʧərd/
adjective
1. Marked by refinement in taste and manners
- "Cultivated speech"
- "Cultured bostonians"
- "Cultured tastes"
- "A genteel old lady"
- "Polite society"
- synonym:
- civilized ,
- civilised ,
- cultivated ,
- cultured ,
- genteel ,
- polite
1. Χαρακτηρίζεται από φινέτσα στη γεύση και τους τρόπους
- "Καλλιεργημένη ομιλία"
- "Καλλιεργημένοι βοστώνη"
- "Καλλιεργημένες γεύσεις"
- "Μια ευγενική γριά"
- "Κοινωνία της πολιτείας"
- συνώνυμο:
- πολιτισμένος ,
- πολιτισμένο ,
- καλλιεργημένο ,
- καλλιέργεια ,
- ευγενήσ ,
- ευγενικόσ
Examples of using
It began to dawn on me that, to oppose political and social chaos, cultured means would be ineffective.
Άρχισε να μου ξημερώνει ότι, για να αντιταχθεί στο πολιτικό και κοινωνικό χάος, τα καλλιεργημένα μέσα θα ήταν αναποτελεσματικά.