Translation meaning & definition of the word "culture" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτισμός" στην ελληνική γλώσσα
Culture
[Πολιτισμός]noun
1. A particular society at a particular time and place
- "Early mayan civilization"
- synonym:
- culture ,
- civilization ,
- civilisation
1. Μια συγκεκριμένη κοινωνία σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο
- "Αρχές πολιτισμός των μάγια"
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
2. The tastes in art and manners that are favored by a social group
- synonym:
- culture
2. Οι γεύσεις στην τέχνη και τους τρόπους που ευνοούνται από μια κοινωνική ομάδα
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
3. All the knowledge and values shared by a society
- synonym:
- acculturation ,
- culture
3. Όλες οι γνώσεις και οι αξίες που μοιράζονται μια κοινωνία
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιασμό ,
- πολιτισμός
4. (biology) the growing of microorganisms in a nutrient medium (such as gelatin or agar)
- "The culture of cells in a petri dish"
- synonym:
- culture
4. (βιολογία) η ανάπτυξη μικροοργανισμών σε θρεπτικό μέσο (όπως ζελατίνη ή αγα)
- "Η καλλιέργεια των κυττάρων σε ένα πιάτο πέτρι"
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
5. A highly developed state of perfection
- Having a flawless or impeccable quality
- "They performed with great polish"
- "I admired the exquisite refinement of his prose"
- "Almost an inspiration which gives to all work that finish which is almost art"--joseph conrad
- synonym:
- polish ,
- refinement ,
- culture ,
- cultivation ,
- finish
5. Μια πολύ ανεπτυγμένη κατάσταση τελειότητας
- Έχοντας μια άψογη ή άψογη ποιότητα
- "Τα πήγαιναν με εξαιρετικό βερνίκι"
- "Θαύμαζα την εξαιρετική φινέτσα της πεζογραφίας του"
- "Σχεδόν μια έμπνευση που δίνει σε όλο το έργο που τελειώνει που είναι σχεδόν τέχνη"-τζόζεφ κόνραντ
- συνώνυμο:
- πολωνικά ,
- βελτίωση ,
- πολιτισμός ,
- καλλιέργεια ,
- τελειώνω
6. The attitudes and behavior that are characteristic of a particular social group or organization
- "The developing drug culture"
- "The reason that the agency is doomed to inaction has something to do with the fbi culture"
- synonym:
- culture
6. Οι στάσεις και η συμπεριφορά που είναι χαρακτηριστικές μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή οργάνωσης
- "Η αναπτυσσόμενη κουλτούρα των ναρκωτικών"
- "Ο λόγος για τον οποίο ο οργανισμός είναι καταδικασμένος σε αδράνεια έχει να κάνει με τον πολιτισμό των δτκ"
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
7. The raising of plants or animals
- "The culture of oysters"
- synonym:
- culture
7. Η εκτροφή φυτών ή ζώων
- "Η κουλτούρα των στρειδιών"
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
verb
1. Grow in a special preparation
- "The biologist grows microorganisms"
- synonym:
- culture
1. Αναπτυχθείτε σε μια ειδική προετοιμασία
- "Ο βιολόγος μεγαλώνει μικροοργανισμούς"
- συνώνυμο:
- πολιτισμός