Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cultivation" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιέργεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cultivation

[Καλλιέργεια]
/kəltɪveʃən/

noun

1. Socialization through training and education to develop one's mind or manners

  • "Her cultivation was remarkable"
    synonym:
  • cultivation

1. Κοινωνικοποίηση μέσω της κατάρτισης και της εκπαίδευσης για να αναπτύξει το μυαλό ή τους τρόπους του

  • "Η καλλιέργειά της ήταν αξιοσημείωτη"
    συνώνυμο:
  • καλλιέργεια

2. (agriculture) production of food by preparing the land to grow crops (especially on a large scale)

    synonym:
  • cultivation

2. (αγεωργία) παραγωγή τροφίμων με την προετοιμασία της γης για την καλλιέργεια καλλιεργειών (ειδικά σε μεγάλη κλίμακα)

    συνώνυμο:
  • καλλιέργεια

3. A highly developed state of perfection

  • Having a flawless or impeccable quality
  • "They performed with great polish"
  • "I admired the exquisite refinement of his prose"
  • "Almost an inspiration which gives to all work that finish which is almost art"--joseph conrad
    synonym:
  • polish
  • ,
  • refinement
  • ,
  • culture
  • ,
  • cultivation
  • ,
  • finish

3. Μια πολύ ανεπτυγμένη κατάσταση τελειότητας

  • Έχοντας μια άψογη ή άψογη ποιότητα
  • "Τα πήγαιναν με εξαιρετικό βερνίκι"
  • "Θαύμαζα την εξαιρετική φινέτσα της πεζογραφίας του"
  • "Σχεδόν μια έμπνευση που δίνει σε όλο το έργο που τελειώνει που είναι σχεδόν τέχνη"-τζόζεφ κόνραντ
    συνώνυμο:
  • πολωνικά
  • ,
  • βελτίωση
  • ,
  • πολιτισμός
  • ,
  • καλλιέργεια
  • ,
  • τελειώνω

4. The process of fostering the growth of something

  • "The cultivation of bees for honey"
    synonym:
  • cultivation

4. Η διαδικασία της προώθησης της ανάπτυξης κάποιου πράγματος

  • "Η καλλιέργεια των μελισσών για το μέλι"
    συνώνυμο:
  • καλλιέργεια

5. The act of raising or growing plants (especially on a large scale)

    synonym:
  • cultivation

5. Η πράξη της αύξησης ή της καλλιέργειας φυτών (ειδικά σε μεγάλη κλίμακα)

    συνώνυμο:
  • καλλιέργεια