Translation meaning & definition of the word "cultivated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιεργημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cultivated
[Καλλιεργημένο]/kəltəvetɪd/
adjective
1. (of land or fields) prepared for raising crops by plowing or fertilizing
- "Cultivated land"
- synonym:
- cultivated
1. ( της γης ή των χωραφιών) παρασκευασμένο για την εκτροφή καλλιεργειών με όργωμα ή λίπανση
- "Καλλιεργημένη γη"
- συνώνυμο:
- καλλιεργημένο
2. No longer in the natural state
- Developed by human care and for human use
- "Cultivated roses"
- "Cultivated blackberries"
- synonym:
- cultivated
2. Όχι πλέον στη φυσική κατάσταση
- Αναπτύχθηκε από την ανθρώπινη φροντίδα και την ανθρώπινη χρήση
- "Καλλιεργημένα τριαντάφυλλα"
- "Καλλιεργημένα βατόμουρα"
- συνώνυμο:
- καλλιεργημένο
3. Marked by refinement in taste and manners
- "Cultivated speech"
- "Cultured bostonians"
- "Cultured tastes"
- "A genteel old lady"
- "Polite society"
- synonym:
- civilized ,
- civilised ,
- cultivated ,
- cultured ,
- genteel ,
- polite
3. Χαρακτηρίζεται από φινέτσα στη γεύση και τους τρόπους
- "Καλλιεργημένη ομιλία"
- "Καλλιεργημένοι βοστώνη"
- "Καλλιεργημένες γεύσεις"
- "Μια ευγενική γριά"
- "Κοινωνία της πολιτείας"
- συνώνυμο:
- πολιτισμένος ,
- πολιτισμένο ,
- καλλιεργημένο ,
- καλλιέργεια ,
- ευγενήσ ,
- ευγενικόσ
Examples of using
Because of the difference in climate, the same crop is not cultivated in the North and East of the country.
Λόγω της διαφοράς στο κλίμα, η ίδια καλλιέργεια δεν καλλιεργείται στο Βορρά και την Ανατολή της χώρας.