Translation meaning & definition of the word "cultivate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιέργεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cultivate
[Καλλιεργώ]/kəltəvet/
verb
1. Foster the growth of
- synonym:
- cultivate
1. Προωθήστε την ανάπτυξη των
- συνώνυμο:
- καλλιεργώ
2. Prepare for crops
- "Work the soil"
- "Cultivate the land"
- synonym:
- cultivate ,
- crop ,
- work
2. Προετοιμαστείτε για τις καλλιέργειες
- "Εργαστείτε στο χώμα"
- "Καλλιέργησε τη γη"
- συνώνυμο:
- καλλιεργώ ,
- καλλιέργεια ,
- εργασία
3. Teach or refine to be discriminative in taste or judgment
- "Cultivate your musical taste"
- "Train your tastebuds"
- "She is well schooled in poetry"
- synonym:
- educate ,
- school ,
- train ,
- cultivate ,
- civilize ,
- civilise
3. Διδάξτε ή βελτιώστε να κάνετε διακρίσεις στη γεύση ή την κρίση
- "Καλλιεργήστε τη μουσική σας γεύση"
- "Στραγγίξτε τα μπουμπούκια" σας"
- "Είναι καλά εκπαιδευμένη στην ποίηση"
- συνώνυμο:
- εκπαιδεύω ,
- σχολείο ,
- τρένο ,
- καλλιεργώ ,
- εκπολιτίζω
4. Adapt (a wild plant or unclaimed land) to the environment
- "Domesticate oats"
- "Tame the soil"
- synonym:
- domesticate ,
- cultivate ,
- naturalize ,
- naturalise ,
- tame
4. Προσαρμόστε το άγριο φυτό (α ή την αζήτητη γη) στο περιβάλλον
- "Εσωτερική βρώμη"
- "Δαμάστε το χώμα"
- συνώνυμο:
- εξημερώνω ,
- καλλιεργώ ,
- πολιτογραφώ ,
- δαμάσ