Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "cult" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλλιέργεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Cult

[Λατρεία]
/kəlt/

noun

1. Followers of an exclusive system of religious beliefs and practices

    synonym:
  • cult

1. Οπαδοί ενός αποκλειστικού συστήματος θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών

    συνώνυμο:
  • λατρεία

2. An interest followed with exaggerated zeal

  • "He always follows the latest fads"
  • "It was all the rage that season"
    synonym:
  • fad
  • ,
  • craze
  • ,
  • furor
  • ,
  • furore
  • ,
  • cult
  • ,
  • rage

2. Ακολούθησε ενδιαφέρον με υπερβολικό ζήλο

  • "Ακολουθεί πάντα τις τελευταίες μαμάδες"
  • "Ήταν όλη η οργή εκείνη τη σεζόν"
    συνώνυμο:
  • παραπάνω
  • ,
  • τρέλα
  • ,
  • φουρνόζα
  • ,
  • φούρο
  • ,
  • λατρεία
  • ,
  • οργή

3. Followers of an unorthodox, extremist, or false religion or sect who often live outside of conventional society under the direction of a charismatic leader

    synonym:
  • cult

3. Οπαδοί μιας ανορθόδοξου, εξτρεμιστικού ή ψεύτικης θρησκείας ή αίρεσης που συχνά ζουν εκτός της συμβατικής κοινωνίας υπό την καθοδήγηση χαρισματικού

    συνώνυμο:
  • λατρεία

4. A religion or sect that is generally considered to be unorthodox, extremist, or false

  • "It was a satanic cult"
    synonym:
  • cult

4. Μια θρησκεία ή αίρεση που γενικά θεωρείται ότι είναι ανορθόδοξη, εξτρεμιστική ή ψευδής

  • "Ήταν μια σατανική λατρεία"
    συνώνυμο:
  • λατρεία

5. A system of religious beliefs and rituals

  • "Devoted to the cultus of the blessed virgin"
    synonym:
  • cult
  • ,
  • cultus
  • ,
  • religious cult

5. Ένα σύστημα θρησκευτικών πεποιθήσεων και τελετουργιών

  • "Αποφάσισε τη λατρεία της ευλογημένης παναγίας"
    συνώνυμο:
  • λατρεία
  • ,
  • λίρτου
  • ,
  • θρησκευτική λατρεία