Translation meaning & definition of the word "culpable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπολογίσιμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Culpable
[Καλυπτόμενο]/kəlpəbəl/
adjective
1. Deserving blame or censure as being wrong or evil or injurious
- "Blameworthy if not criminal behavior"
- "Censurable misconduct"
- "Culpable negligence"
- synonym:
- blameworthy ,
- blamable ,
- blameable ,
- blameful ,
- censurable ,
- culpable
1. Αξίζει την κατηγορία ή την μομφή ως λάθος ή κακό ή επιβλαβές
- "Αξιόλογη αν όχι εγκληματική συμπεριφορά"
- "Ευαίσθητο παράπτωμα"
- "Υπολογίσιμη αμέλεια"
- συνώνυμο:
- αντιφατικός ,
- αλλοιωμένο ,
- ευθύνη ,
- ευθύγραμμος ,
- λογοκριμένοσ ,
- ενοχήσ