Translation meaning & definition of the word "culmination" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αποφοίτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Culmination
[Αποκορύφωμα]/kəlməneʃən/
noun
1. A final climactic stage
- "Their achievements stand as a culmination of centuries of development"
- synonym:
- apogee ,
- culmination
1. Ένα τελικό κορυφαίο στάδιο
- "Τα επιτεύγματά τους αποτελούν το αποκορύφωμα αιώνων ανάπτυξης"
- συνώνυμο:
- απόγειο ,
- αποκορύφωμα
2. (astronomy) a heavenly body's highest celestial point above an observer's horizon
- synonym:
- culmination
2. (αστρονομία) το υψηλότερο ουράνιο σημείο ενός ουράνιου σώματος πάνω από τον ορίζοντα ενός παρατηρητή
- συνώνυμο:
- αποκορύφωμα
3. The decisive moment in a novel or play
- "The deathbed scene is the climax of the play"
- synonym:
- climax ,
- culmination
3. Η αποφασιστική στιγμή σε ένα μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο
- "Η σκηνή του νεκροκρέβατου είναι η κορύφωση του έργου"
- συνώνυμο:
- κορύφωση ,
- αποκορύφωμα
4. A concluding action
- synonym:
- completion ,
- culmination ,
- closing ,
- windup ,
- mop up
4. Μια τελική ενέργεια
- συνώνυμο:
- ολοκλήρωση ,
- αποκορύφωμα ,
- κλείνοντας ,
- windup ,
- σφουγγαρίζω