Translation meaning & definition of the word "culminate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφράστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Culminate
[Συνδυάζω]/kəlmɪnet/
verb
1. End, especially to reach a final or climactic stage
- "The meeting culminated in a tearful embrace"
- synonym:
- culminate ,
- climax
1. Τέλος, ειδικά για να φτάσετε σε ένα τελικό ή κλιμακωτικό στάδιο
- "Η συνάντηση κορυφώθηκε με μια δακρυσμένη αγκαλιά"
- συνώνυμο:
- κορυφώνω ,
- κορύφωση
2. Bring to a head or to the highest point
- "Seurat culminated pointillism"
- synonym:
- culminate
2. Φέρτε σε ένα κεφάλι ή στο υψηλότερο σημείο
- "Το σεράτ κορυφώθηκε με πουαντιλισμός"
- συνώνυμο:
- κορυφώνω
3. Reach the highest or most decisive point
- synonym:
- culminate
3. Φτάστε στο υψηλότερο ή πιο αποφασιστικό σημείο
- συνώνυμο:
- κορυφώνω
4. Reach the highest altitude or the meridian, of a celestial body
- synonym:
- culminate
4. Φτάστε στο μεγαλύτερο υψόμετρο ή στον μεσημβρινό, ενός ουράνιου σώματος
- συνώνυμο:
- κορυφώνω
5. Rise to, or form, a summit
- "The helmet culminated in a crest"
- synonym:
- culminate
5. Αύξηση ή μορφή μιας συνόδου κορυφής
- "Το κράνος κορυφώθηκε σε μια κορυφή"
- συνώνυμο:
- κορυφώνω