Translation meaning & definition of the word "cuisine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουζίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cuisine
[Κουζίνα]/kwɪzin/
noun
1. The practice or manner of preparing food or the food so prepared
- synonym:
- cuisine ,
- culinary art
1. Η πρακτική ή ο τρόπος προετοιμασίας των τροφίμων ή των τροφίμων που είναι τόσο προετοιμασμένα
- συνώνυμο:
- κουζίνα ,
- μαγειρική τέχνη
Examples of using
I like Korean cuisine.
Μου αρέσει η κορεατική κουζίνα.
I want to eat French cuisine.
Θέλω να φάω γαλλική κουζίνα.
I want to eat French cuisine.
Θέλω να φάω γαλλική κουζίνα.