Translation meaning & definition of the word "cuff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προσφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cuff
[Μανσέτα]/kəf/
noun
1. The lap consisting of a turned-back hem encircling the end of the sleeve or leg
- synonym:
- cuff ,
- turnup
1. Ο γύρος που αποτελείται από ένα πίσω στρίφωμα που περιβάλλει το άκρο του μανικιού ή του ποδιού
- συνώνυμο:
- μανσέτα ,
- εμφάνιση
2. Shackle that consists of a metal loop that can be locked around the wrist
- Usually used in pairs
- synonym:
- handcuff ,
- cuff ,
- handlock ,
- manacle
2. Δεσμός που αποτελείται από ένα μεταλλικό βρόχο που μπορεί να κλειδωθεί γύρω από τον καρπό
- Συνήθως χρησιμοποιείται σε ζευγάρια
- συνώνυμο:
- χειροπέδεσ ,
- μανσέτα ,
- αποκλεισμός ,
- επίπεδο
verb
1. Hit with the hand
- synonym:
- cuff ,
- whomp
1. Χτυπήστε με το χέρι
- συνώνυμο:
- μανσέτα ,
- ανακατώνω
2. Confine or restrain with or as if with manacles or handcuffs
- "The police handcuffed the suspect at the scene of the crime"
- synonym:
- manacle ,
- cuff ,
- handcuff
2. Περιορίστε ή συγκρατήστε με ή σαν με πλοκάμια ή χειροπέδες
- "Η αστυνομία έδωσε χειροπέδες στον ύποπτο στον τόπο του εγκλήματος"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- μανσέτα ,
- χειροπέδεσ
Examples of using
I'm not good at speaking off the cuff.
Δεν είμαι καλός στο να μιλάω από τη μανσέτα.