Translation meaning & definition of the word "cue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διάσωση" στην ελληνική γλώσσα
Cue
[Στερεότυπο]noun
1. An actor's line that immediately precedes and serves as a reminder for some action or speech
- synonym:
- cue
1. Η γραμμή ενός ηθοποιού που προηγείται αμέσως και χρησιμεύει ως υπενθύμιση για κάποια δράση ή ομιλία
- συνώνυμο:
- σύνθημα
2. Evidence that helps to solve a problem
- synonym:
- clue ,
- clew ,
- cue
2. Αποδείξεις που βοηθούν στην επίλυση ενός προβλήματος
- συνώνυμο:
- ένδειξη ,
- περίβλημα ,
- σύνθημα
3. A stimulus that provides information about what to do
- synonym:
- discriminative stimulus ,
- cue
3. Ένα ερέθισμα που παρέχει πληροφορίες για το τι πρέπει να κάνουμε
- συνώνυμο:
- διακριτικό ερέθισμα ,
- σύνθημα
4. Sports implement consisting of a tapering rod used to strike a cue ball in pool or billiards
- synonym:
- cue ,
- cue stick ,
- pool cue ,
- pool stick
4. Αθλητικό υλικό που αποτελείται από ένα κωνικό ράβδο που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει μια μπάλα στην πισίνα ή μπιλιάρδο
- συνώνυμο:
- σύνθημα ,
- ραβδί ,
- πισίνα ,
- μπαστούνι πισίνας
verb
1. Assist (somebody acting or reciting) by suggesting the next words of something forgotten or imperfectly learned
- synonym:
- prompt ,
- remind ,
- cue
1. Βοηθήστε (κάποιος να ενεργήσει ή να απαγγείλει) προτείνοντας τα επόμενα λόγια για κάτι που ξεχάστηκε ή ατελώς έμαθε
- συνώνυμο:
- προειδοποιώ ,
- υπενθυμίζω ,
- σύνθημα