Translation meaning & definition of the word "cuddle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκαλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cuddle
[Αγκαλιά]/kədəl/
noun
1. A close and affectionate (and often prolonged) embrace
- synonym:
- cuddle ,
- nestle ,
- snuggle
1. Μια στενή και στοργική (και συχνά παρατεταμένη) αγκαλιά
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- φωλιάζω
verb
1. Move or arrange oneself in a comfortable and cozy position
- "We cuddled against each other to keep warm"
- "The children snuggled into their sleeping bags"
- synonym:
- cuddle ,
- snuggle ,
- nestle ,
- nest ,
- nuzzle ,
- draw close
1. Μετακινήστε ή τακτοποιήστε τον εαυτό σας σε μια άνετη και ζεστή θέση
- "Μαζευόμαστε ο ένας εναντίον του άλλου για να ζεσταθούμε"
- "Τα παιδιά μπήκαν στους υπνόσακους τους"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- φωλιάζω ,
- πυρηνικόσ ,
- πλησιάζω
2. Hold (a person or thing) close, as for affection, comfort, or warmth
- "I cuddled the baby"
- synonym:
- cuddle
2. Κρατήστε το πρόσωπο (α ή το πράγμα) κοντά, όπως για την αγάπη, την άνεση, ή τη ζεστασιά
- "Μαζεύω το μωρό"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω
Examples of using
Couldn't we cuddle, instead?
Δεν θα μπορούσαμε να αγκαλιάσουμε, αντ 'αυτού?