Translation meaning & definition of the word "cubicle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καβούκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cubicle
[Κυβισμός]/kjubɪkəl/
noun
1. Small room in which a monk or nun lives
- synonym:
- cell ,
- cubicle
1. Μικρό δωμάτιο στο οποίο ζει ένας μοναχός ή καλόγρια
- συνώνυμο:
- κύτταρο ,
- καμπίνα
2. Small individual study area in a library
- synonym:
- carrel ,
- carrell ,
- cubicle ,
- stall
2. Μικρή ατομική περιοχή μελέτης σε μια βιβλιοθήκη
- συνώνυμο:
- καρυθρελική ,
- κάρλερ ,
- καμπίνα ,
- παλιά
3. Small area set off by walls for special use
- synonym:
- booth ,
- cubicle ,
- stall ,
- kiosk
3. Μικρή περιοχή που απενεργοποιείται από τους τοίχους για την ειδική χρήση
- συνώνυμο:
- περίπτερο ,
- καμπίνα ,
- παλιά