Translation meaning & definition of the word "cub" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουβ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cub
[Κύβος]/kəb/
noun
1. An awkward and inexperienced youth
- synonym:
- cub ,
- greenhorn ,
- rookie
1. Μια αμήχανη και άπειρη νεολαία
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- γκρίνχορν ,
- ρουκί
2. A male child (a familiar term of address to a boy)
- synonym:
- cub ,
- lad ,
- laddie ,
- sonny ,
- sonny boy
2. Ένα αρσενικό παιδί (ένας γνωστός όρος της διεύθυνσης σε ένα αγόρι)
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- παιδί ,
- λάντι ,
- σόνι ,
- ηχηρό αγόρι
3. The young of certain carnivorous mammals such as the bear or wolf or lion
- synonym:
- cub ,
- young carnivore
3. Οι νέοι ορισμένων σαρκοφάγων θηλαστικών όπως η αρκούδα ή ο λύκος ή το λιοντάρι
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- νεαρό σαρκοφάγο
verb
1. Give birth to cubs
- "Bears cub every year"
- synonym:
- cub
1. Γεννώ μικρά
- "Αρκούδες κάθε χρόνο"
- συνώνυμο:
- κουτί
Examples of using
The tiger cub looked like a large kitten.
Το τίγρης έμοιαζε με ένα μεγάλο γατάκι.