Translation meaning & definition of the word "crystalline" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρυσταλλική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crystalline
[Κρυσταλλική]/krɪstəlaɪn/
adjective
1. Consisting of or containing or of the nature of crystals
- "Granite is crystalline"
- synonym:
- crystalline
1. Αποτελείται από ή περιέχει ή της φύσης των κρυστάλλων
- "Ο γρανίτης είναι κρυσταλλικός"
- συνώνυμο:
- κρυσταλλικός
2. Distinctly or sharply outlined
- "Crystalline sharpness of outline"- john buchan
- synonym:
- crystalline
2. Ευδιάκριτα ή απότομα περιγράφεται
- "Κρυσταλλική οξύτητα του περιγράμματος"- τζον μπιουκάν
- συνώνυμο:
- κρυσταλλικός
3. Transmitting light
- Able to be seen through with clarity
- "The cold crystalline water of melted snow"
- "Crystal clear skies"
- "Could see the sand on the bottom of the limpid pool"
- "Lucid air"
- "A pellucid brook"
- "Transparent crystal"
- synonym:
- crystalline ,
- crystal clear ,
- limpid ,
- lucid ,
- pellucid ,
- transparent
3. Μετάδοση του φωτός
- Μπορεί να εξεταστεί με σαφήνεια
- "Το κρύο κρυστάλλινο νερό του λιωμένου χιονιού"
- "Κρυστάλλινοι καθαροί ουρανοί"
- "Θα μπορούσε να δει την άμμο στο κάτω μέρος της πισίνας"
- "Πλούσιος αέρας"
- "Ένας πελλουσιδικός σκούπα"
- "Διαφανές κρύσταλλο"
- συνώνυμο:
- κρυσταλλικός ,
- κρυστάλλινα ,
- ασταθήσ ,
- διαυγής ,
- πελλουσίδου ,
- διαφανής