Translation meaning & definition of the word "crybaby" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρυβάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crybaby
[Κρυοπαγήματα]/kraɪbebi/
noun
1. A person who lacks confidence, is irresolute and wishy-washy
- synonym:
- wimp ,
- chicken ,
- crybaby
1. Ένα άτομο που δεν έχει εμπιστοσύνη, είναι ακαταμάχητο και ευσεβές
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- κοτόπουλο ,
- κρυοπαγήματα
2. A person given to excessive complaints and crying and whining
- synonym:
- whiner ,
- complainer ,
- moaner ,
- sniveller ,
- crybaby ,
- bellyacher ,
- grumbler ,
- squawker
2. Ένα άτομο που δίνεται σε υπερβολικές καταγγελίες και κλάμα και κλαψούρισμα
- συνώνυμο:
- πλανόδια ,
- καταγγέλλων ,
- βογκάν ,
- παραπονιέμαι ,
- κρυοπαγήματα ,
- παραπονιάρησ ,
- γκρινιάρησ ,
- τσαγκάρησ