Translation meaning & definition of the word "cry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρυφή" στην ελληνική γλώσσα
Cry
[Κραυγή]noun
1. A loud utterance
- Often in protest or opposition
- "The speaker was interrupted by loud cries from the rear of the audience"
- synonym:
- cry ,
- outcry ,
- call ,
- yell ,
- shout ,
- vociferation
1. Μια δυνατή ομιλία
- Συχνά σε διαμαρτυρία ή αντιπολίτευση
- "Ο ομιλητής διακόπηκε από δυνατές κραυγές από το πίσω μέρος του κοινού"
- συνώνυμο:
- κλαίω ,
- κατακραυγή ,
- κλήση ,
- φωνάζω ,
- αποφυγή
2. A loud utterance of emotion (especially when inarticulate)
- "A cry of rage"
- "A yell of pain"
- synonym:
- cry ,
- yell
2. Μια δυνατή έκφραση συναισθήματος (ειδικά όταν είναι αδρανής)
- "Μια κραυγή οργής"
- "Μια φωνή πόνου"
- συνώνυμο:
- κλαίω ,
- φωνάζω
3. A slogan used to rally support for a cause
- "A cry to arms"
- "Our watchword will be `democracy'"
- synonym:
- war cry ,
- rallying cry ,
- battle cry ,
- cry ,
- watchword
3. Ένα σύνθημα που χρησιμοποιείται για να συσπειρώσει την υποστήριξη για μια αιτία
- "Κλάμα στα όπλα"
- "Το σύνθημά μας θα είναι `δημοκρατία'"
- συνώνυμο:
- κλάμα πολέμου ,
- συσπειρώνοντας την κραυγή ,
- κραυγή μάχης ,
- κλαίω ,
- λέξη παρακολούθησησ
4. A fit of weeping
- "Had a good cry"
- synonym:
- cry
4. Μια φόρμα κλάματος
- "Κλάψαμε καλά"
- συνώνυμο:
- κλαίω
5. The characteristic utterance of an animal
- "Animal cries filled the night"
- synonym:
- cry
5. Η χαρακτηριστική ομιλία ενός ζώου
- "Οι ζωικές κραυγές γέμισαν τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- κλαίω
verb
1. Utter a sudden loud cry
- "She cried with pain when the doctor inserted the needle"
- "I yelled to her from the window but she couldn't hear me"
- synonym:
- shout ,
- shout out ,
- cry ,
- call ,
- yell ,
- scream ,
- holler ,
- hollo ,
- squall
1. Πες μου μια ξαφνική δυνατή κραυγή
- "Φώναξε με πόνο όταν ο γιατρός εισήγαγε τη βελόνα"
- "Της φώναξα από το παράθυρο αλλά δεν μπορούσε να με ακούσει"
- συνώνυμο:
- φωνάζω ,
- κλαίω ,
- κλήση ,
- κραυγή ,
- χόλερ ,
- χόλο ,
- αναταραχή
2. Shed tears because of sadness, rage, or pain
- "She cried bitterly when she heard the news of his death"
- "The girl in the wheelchair wept with frustration when she could not get up the stairs"
- synonym:
- cry ,
- weep
2. Ρίξτε δάκρυα λόγω της θλίψης, της οργής ή του πόνου
- "Κλαίει πικρά όταν άκουσε την είδηση του θανάτου του"
- "Το κορίτσι στην αναπηρική καρέκλα έκλαψε με απογοήτευση όταν δεν μπορούσε να σηκωθεί τα σκαλιά"
- συνώνυμο:
- κλαίω
3. Utter aloud
- Often with surprise, horror, or joy
- "`i won!' he exclaimed"
- "`help!' she cried"
- "`i'm here,' the mother shouted when she saw her child looking lost"
- synonym:
- exclaim ,
- cry ,
- cry out ,
- outcry ,
- call out ,
- shout
3. Αποφασίζω
- Συχνά με έκπληξη, φρίκη ή χαρά
- "Κέρδισα!' αναφώνησε"
- "Βοήθεια!' έκλαψε"
- "Είμαι εδώ, η μητέρα φώναξε όταν είδε το παιδί της να φαίνεται χαμένο"
- συνώνυμο:
- ανακηρύσσω ,
- κλαίω ,
- κατακραυγή ,
- φωνάζω
4. Proclaim or announce in public
- "Before we had newspapers, a town crier would cry the news"
- "He cried his merchandise in the market square"
- synonym:
- cry ,
- blazon out
4. Ανακοινώστε ή ανακοινώστε δημόσια
- "Πριν είχαμε εφημερίδες, ένας δημοτικός στρατιώτης θα έκλαιγε τα νέα"
- "Κλαίει τα προϊόντα του στην πλατεία της αγοράς"
- συνώνυμο:
- κλαίω ,
- βγάζω τον παλμό
5. Demand immediate action
- "This situation is crying for attention"
- synonym:
- cry
5. Απαιτεί άμεση δράση
- "Αυτή η κατάσταση κλαίει για προσοχή"
- συνώνυμο:
- κλαίω
6. Utter a characteristic sound
- "The cat was crying"
- synonym:
- cry
6. Περιγράψτε έναν χαρακτηριστικό ήχο
- "Η γάτα έκλαιγε"
- συνώνυμο:
- κλαίω
7. Bring into a particular state by crying
- "The little boy cried himself to sleep"
- synonym:
- cry
7. Φέρτε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση κλαίγοντας
- "Το μικρό αγόρι φώναξε να κοιμηθεί"
- συνώνυμο:
- κλαίω