Translation meaning & definition of the word "crustacean" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σκουπίδια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crustacean
[Κρούστακεια]/krəsteʃən/
noun
1. Any mainly aquatic arthropod usually having a segmented body and chitinous exoskeleton
- synonym:
- crustacean
1. Οποιοδήποτε κυρίως υδρόβιο αρθρόποδα έχει συνήθως τμηματικό σώμα και χιτινώδη εξωσκελετό
- συνώνυμο:
- καρκινοειδή
adjective
1. Of or belonging to the class crustacea
- synonym:
- crustaceous ,
- crustacean
1. Από ή ανήκουν στην κατηγορία κρούστακη
- συνώνυμο:
- οστρακώδησ ,
- καρκινοειδή