Translation meaning & definition of the word "crushed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντρίβεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crushed
[Συντρίβεται]/krəʃt/
adjective
1. Treated so as to have a permanently wrinkled appearance
- "Crushed velvet"
- synonym:
- crushed
1. Αντιμετωπίζονται έτσι ώστε να έχουν μια μόνιμα ρυτιδωμένη εμφάνιση
- "Βελούδο τριμμένο"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω
2. Subdued or brought low in condition or status
- "Brought low"
- "A broken man"
- "His broken spirit"
- synonym:
- broken ,
- crushed ,
- humbled ,
- humiliated ,
- low
2. Υποτονική ή έφερε χαμηλή κατάσταση ή κατάσταση
- "Χαμηλή επαγγελματική"
- "Ένας σπασμένος άνθρωπος"
- "Το σπασμένο πνεύμα"
- συνώνυμο:
- σπασμένος ,
- συνθλίβω ,
- ταπεινωμένο ,
- χαμηλός
Examples of using
The king crushed his enemies.
Ο βασιλιάς συνέτριψε τους εχθρούς του.