Translation meaning & definition of the word "crusader" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντροφιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crusader
[Σταυροφόροσ]/krusedər/
noun
1. A disputant who advocates reform
- synonym:
- reformer ,
- reformist ,
- crusader ,
- social reformer ,
- meliorist
1. Ένας αμφισβητίας που υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση
- συνώνυμο:
- μεταρρυθμιστήσ ,
- ρεφορμιστική ,
- σταυροφόροσ ,
- κοινωνικός μεταρρυθμιστής ,
- μελιγογράφοσ
2. A warrior who engages in a holy war
- "The crusaders tried to recapture the holy land from the muslims"
- synonym:
- Crusader
2. Ένας πολεμιστής που εμπλέκεται σε έναν ιερό πόλεμο
- "Οι σταυροφόροι προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τους αγίους τόπους από τους μουσουλμάνους"
- συνώνυμο:
- Σταυροφόροσ