Translation meaning & definition of the word "crumpled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνδεδεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crumpled
[Τρυπώ]/krəmpəld/
adjective
1. Of metal e.g.
- "Bent nails"
- "A car with a crumpled front end"
- "Dented fenders"
- synonym:
- bent ,
- crumpled ,
- dented
1. Από μέταλλο π.χ.
- "Λυγισμένα νύχια"
- "Ένα αυτοκίνητο με τσαλακωμένο μπροστινό τέλος"
- "Κατεργασμένα φτερά"
- συνώνυμο:
- λυγισμένος ,
- τσαλακωμένο ,
- παραπονέθηκε