Translation meaning & definition of the word "crumple" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρυπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crumple
[Στραβοπατώ]/krəmpəl/
verb
1. Fall apart
- "The building crumbled after the explosion"
- "Negotiations broke down"
- synonym:
- crumble ,
- crumple ,
- tumble ,
- break down ,
- collapse
1. Καταρρέω
- "Το κτίριο κατέρρευσε μετά την έκρηξη"
- "Οι νεοφυλακίσεις κατέρρευσαν"
- συνώνυμο:
- καταρρέω ,
- τσαλακώνω ,
- πέφτω ,
- διασπώ ,
- κατάρρευση
2. Fold or collapse
- "His knees buckled"
- synonym:
- buckle ,
- crumple
2. Διπλώστε ή καταρρεύστε
- "Τα γόνατά του λυγίζουν"
- συνώνυμο:
- αγκράφα ,
- τσαλακώνω
3. To gather something into small wrinkles or folds
- "She puckered her lips"
- synonym:
- pucker ,
- rumple ,
- cockle ,
- crumple ,
- knit
3. Για να συγκεντρώσει κάτι σε μικρές ρυτίδες ή πτυχές
- "Κατέστρεψε τα χείλη της"
- συνώνυμο:
- πούλκερ ,
- παραπονιέμαι ,
- πούτσελ ,
- τσαλακώνω ,
- πλεκτό
4. Become wrinkled or crumpled or creased
- "This fabric won't wrinkle"
- synonym:
- rumple ,
- crumple ,
- wrinkle ,
- crease ,
- crinkle
4. Τσαλακώνεται ή τσαλακώνεται ή τρίζεται
- "Αυτό το ύφασμα δεν θα ρυτιδώσει"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- τσαλακώνω ,
- ρυτίδα ,
- πτυχή ,
- παστώνω