Translation meaning & definition of the word "cruiser" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "καταδρομέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cruiser
[Cruiser]/kruzər/
noun
1. A car in which policemen cruise the streets
- Equipped with radiotelephonic communications to headquarters
- synonym:
- cruiser ,
- police cruiser ,
- patrol car ,
- police car ,
- prowl car ,
- squad car
1. Ένα αυτοκίνητο στο οποίο αστυνομικοί κάνουν κρουαζιέρα στους δρόμους
- Εξοπλισμένο με ραδιοτηλεφωνικές επικοινωνίες προς το αρχηγείο
- συνώνυμο:
- καταδρομικό ,
- αστυνομικό καταδρομικό ,
- περιπολικό ,
- αστυνομικό αυτοκίνητο ,
- αυτοκίνητο περιπλάνησης ,
- αυτοκίνητο ομάδας
2. A large fast warship
- Smaller than a battleship and larger than a destroyer
- synonym:
- cruiser
2. Ένα μεγάλο γρήγορο πολεμικό πλοίο
- Μικρότερο από θωρηκτό και μεγαλύτερο από αντιτορπιλικό
- συνώνυμο:
- καταδρομικό
3. A large motorboat that has a cabin and plumbing and other conveniences necessary for living on board
- synonym:
- cabin cruiser ,
- cruiser ,
- pleasure boat ,
- pleasure craft
3. Ένα μεγάλο μηχανοκίνητο σκάφος που διαθέτει καμπίνα και υδραυλικά και άλλες ανέσεις απαραίτητες για τη διαβίωση στο πλοίο
- συνώνυμο:
- cruiser καμπίνας ,
- καταδρομικό ,
- σκάφος αναψυχής