Translation meaning & definition of the word "cruise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρουαζιέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cruise
[Κρουαζιέρα]/kruz/
noun
1. An ocean trip taken for pleasure
- synonym:
- cruise ,
- sail
1. Ένα ταξίδι στον ωκεανό για ευχαρίστηση
- συνώνυμο:
- κρουαζιέρα ,
- πλέω
verb
1. Drive around aimlessly but ostentatiously and at leisure
- "She cruised the neighborhood in her new convertible"
- synonym:
- cruise
1. Οδηγήστε γύρω άσκοπα αλλά επιδεικτικά και στον ελεύθερο χρόνο
- "Έκανε κρουαζιέρα στη γειτονιά στο νέο της μετατρέψιμο"
- συνώνυμο:
- κρουαζιέρα
2. Travel at a moderate speed
- "Please keep your seat belt fastened while the plane is reaching cruising altitude"
- synonym:
- cruise
2. Ταξιδέψτε με μέτρια ταχύτητα
- "Παρακαλώ κρατήστε τη ζώνη ασφαλείας σας στερεωμένη ενώ το αεροπλάνο φτάνει στο υψόμετρο πλεύσης"
- συνώνυμο:
- κρουαζιέρα
3. Look for a sexual partner in a public place
- "The men were cruising the park"
- synonym:
- cruise
3. Αναζητήστε έναν σεξουαλικό σύντροφο σε δημόσιο χώρο
- "Οι άνδρες έκαναν πλεύση στο πάρκο"
- συνώνυμο:
- κρουαζιέρα
4. Sail or travel about for pleasure, relaxation, or sightseeing
- "We were cruising in the caribbean"
- synonym:
- cruise
4. Πλεύστε ή ταξιδέψτε για ευχαρίστηση, χαλάρωση ή αξιοθέατα
- "Περιοδεύαμε στην καραϊβική"
- συνώνυμο:
- κρουαζιέρα
Examples of using
The prize money enabled me to go on a world cruise.
Τα χρήματα του βραβείου μου επέτρεψαν να πάω σε μια παγκόσμια κρουαζιέρα.