Translation meaning & definition of the word "cruelly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύτητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cruelly
[Σκληρός]/kruli/
adverb
1. Excessively
- "A cruelly bitter winter"
- synonym:
- cruelly
1. Υπερβολικά
- "Ένας σκληρά πικρός χειμώνας"
- συνώνυμο:
- σκληρά
2. With cruelty
- "He treated his students cruelly"
- synonym:
- cruelly
2. Με σκληρότητα
- "Αντιμετώπιζε τους μαθητές του σκληρά"
- συνώνυμο:
- σκληρά