Translation meaning & definition of the word "crudely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crudely
[Ακατέργαστα]/krudli/
adverb
1. In a crude or unrefined manner
- "He was crudely bold"
- synonym:
- crudely
1. Με ακατέργαστο ή μη τεχνητό τρόπο
- "Ήταν τολμηρός"
- συνώνυμο:
- ακατέργαστα
2. In a crude and unskilled manner
- "An inexpertly constructed lean-to"
- synonym:
- artlessly ,
- crudely ,
- inexpertly
2. Με ακατέργαστο και ανειδίκευτο τρόπο
- "Ένα άπειρο κατασκευασμένο άπαχο προς"
- συνώνυμο:
- ανεξίτηλα ,
- ακατέργαστα ,
- άπειρα