Translation meaning & definition of the word "crucifix" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταυρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crucifix
[Σταυρωμένοσ]/krusəfɪks/
noun
1. Representation of the cross on which jesus died
- synonym:
- crucifix ,
- rood ,
- rood-tree
1. Αναπαράσταση του σταυρού στον οποίο πέθανε ο ιησούς
- συνώνυμο:
- σταυρός ,
- ρόντ ,
- ροντ-δέντρο
2. A gymnastic exercise performed on the rings when the gymnast supports himself with both arms extended horizontally
- synonym:
- crucifix
2. Μια γυμναστική άσκηση που εκτελείται στους δακτυλίους όταν ο γυμναστής υποστηρίζει τον εαυτό του με τα δύο χέρια εκτεταμένα οριζόντια
- συνώνυμο:
- σταυρός