Translation meaning & definition of the word "crucial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλετική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crucial
[Κρίσιμος]/kruʃəl/
adjective
1. Of extreme importance
- Vital to the resolution of a crisis
- "A crucial moment in his career"
- "A crucial election"
- "A crucial issue for women"
- synonym:
- crucial ,
- important
1. Εξαιρετικής σημασίας
- Ζωτικής σημασίας για την επίλυση μιας κρίσης
- "Μια κρίσιμη στιγμή στην καριέρα του"
- "Σημαντικές εκλογές"
- "Ένα κρίσιμο ζήτημα για τις γυναίκες"
- συνώνυμο:
- ζωτικής σημασίας ,
- σημαντικός
2. Having crucial relevance
- "Crucial to the case"
- "Relevant testimony"
- synonym:
- crucial
2. Έχοντας κρίσιμη σημασία
- "Φυλετικό για την υπόθεση"
- "Σχετική μαρτυρία"
- συνώνυμο:
- ζωτικής σημασίας
3. Of the greatest importance
- "The all-important subject of disarmament"
- "Crucial information"
- "In chess cool nerves are of the essence"
- synonym:
- all-important(a) ,
- all important(p) ,
- crucial ,
- essential ,
- of the essence(p)
3. Της μεγαλύτερης σημασίας
- "Το σημαντικό θέμα του αφοπλισμού"
- "Επιφυλακτικές πληροφορίες"
- "Στο σκάκι τα δροσερά νεύρα είναι της ουσίας"
- συνώνυμο:
- όλα-σημαντικά( ,
- όλα σημαντικά() ,
- ζωτικής σημασίας ,
- απαραίτητοσ ,
- από την ουσία()<TAG1>