Translation meaning & definition of the word "crowing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλήθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crowing
[Πληγώνω]/kroʊɪŋ/
noun
1. An instance of boastful talk
- "His brag is worse than his fight"
- "Whenever he won we were exposed to his gasconade"
- synonym:
- brag ,
- bragging ,
- crow ,
- crowing ,
- vaporing ,
- line-shooting ,
- gasconade
1. Μια περίπτωση καυχησιάρας συζήτησης
- "Το καυχημένο του είναι χειρότερο από τον αγώνα του"
- "Όταν κέρδισε, ήμασταν εκτεθειμένοι στην αεριοποίησή του"
- συνώνυμο:
- μπραγκ ,
- παρακινώ ,
- κοράκι ,
- λαλεί ,
- ατμοποίηση ,
- λήψη γραμμών ,
- αεριοφυλάκιο
adjective
1. Exhibiting self-importance
- "Big talk"
- synonym:
- boastful ,
- braggart(a) ,
- bragging(a) ,
- braggy ,
- big ,
- cock-a-hoop ,
- crowing ,
- self-aggrandizing ,
- self-aggrandising
1. Επιδεικνύοντας αυτοεκτίμηση
- "Μεγάλη συζήτηση"
- συνώνυμο:
- καυχησιάρησ ,
- μπραγκαρτ(α) ,
- μπρακετζαριά( ,
- παλαβός ,
- μεγάλος ,
- πούτσος-α-χοπ ,
- λαλεί ,
- αυτοπεριπλανώμενοσ