Translation meaning & definition of the word "crowbar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληκτρολόγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crowbar
[Πλήθος]/kroʊbɑr/
noun
1. A heavy iron lever with one end forged into a wedge
- synonym:
- crowbar ,
- wrecking bar ,
- pry ,
- pry bar
1. Ένας βαρύς μοχλός σιδήρου με ένα άκρο σφυρηλατημένο σε μια σφήνα
- συνώνυμο:
- λοστός ,
- μπάρα καταστροφής ,
- πρίντι ,
- πρι Μπαρ