Translation meaning & definition of the word "crow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βέλος" στην ελληνική γλώσσα
Crow
[Σπέρμα]noun
1. Black birds having a raucous call
- synonym:
- crow
1. Μαύρα πουλιά που έχουν μια επίπονη κλήση
- συνώνυμο:
- κοράκι
2. The cry of a cock (or an imitation of it)
- synonym:
- crow
2. Η κραυγή ενός κόκορα (ή μια απομίμηση του)
- συνώνυμο:
- κοράκι
3. A member of the siouan people formerly living in eastern montana
- synonym:
- Crow
3. Ένα μέλος του λαού των σιουάν που ζούσε στην ανατολική μοντάνα
- συνώνυμο:
- Σπέρμα
4. A small quadrilateral constellation in the southern hemisphere near virgo
- synonym:
- Corvus ,
- Crow
4. Ένας μικρός τετράπλευρος αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο κοντά στην παρθένο
- συνώνυμο:
- Κόρβος ,
- Σπέρμα
5. An instance of boastful talk
- "His brag is worse than his fight"
- "Whenever he won we were exposed to his gasconade"
- synonym:
- brag ,
- bragging ,
- crow ,
- crowing ,
- vaporing ,
- line-shooting ,
- gasconade
5. Μια περίπτωση καυχησιάρας συζήτησης
- "Το καυχημένο του είναι χειρότερο από τον αγώνα του"
- "Όταν κέρδισε, ήμασταν εκτεθειμένοι στην αεριοποίησή του"
- συνώνυμο:
- μπραγκ ,
- παρακινώ ,
- κοράκι ,
- λαλεί ,
- ατμοποίηση ,
- λήψη γραμμών ,
- αεριοφυλάκιο
6. A siouan language spoken by the crow
- synonym:
- Crow
6. Μια γλώσσα σιουάν που ομιλείται από το κοράκι
- συνώνυμο:
- Σπέρμα
verb
1. Dwell on with satisfaction
- synonym:
- gloat ,
- triumph ,
- crow
1. Σταθείτε με ικανοποίηση
- συνώνυμο:
- παραφωνώ ,
- θρίαμβος ,
- κοράκι
2. Express pleasure verbally
- "She crowed with joy"
- synonym:
- crow
2. Εκφράστε την ευχαρίστηση προφορικά
- "Και λαλημένη από χαρά"
- συνώνυμο:
- κοράκι
3. Utter shrill sounds
- "The cocks crowed all morning"
- synonym:
- crow
3. Απόλυτος ήχος συρρίκνωσης
- "Οι πούτσοι λαλούσαν όλο το πρωί"
- συνώνυμο:
- κοράκι