Translation meaning & definition of the word "crossed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασταυρωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crossed
[Διασχίζονται]/krɔst/
adjective
1. Placed crosswise
- "Spoken with a straight face but crossed fingers"
- "Crossed forks"
- "Seated with arms across"
- synonym:
- crossed
1. Τοποθετημένος σταυρωτά
- "Μίλησε με ευθύ πρόσωπο αλλά σταυρωμένα δάχτυλα"
- "Διασταυρωμένα πιρούνια"
- "Καθισμένος με τα χέρια απέναντι"
- συνώνυμο:
- σταυρωμένοσ
2. (of a check) marked for deposit only as indicated by having two lines drawn across it
- synonym:
- crossed
2. ( ενός ελέγχου) που σημειώνεται για κατάθεση μόνο όπως υποδεικνύεται με δύο γραμμές που τραβήχτηκαν σε όλο αυτό
- συνώνυμο:
- σταυρωμένοσ
Examples of using
It never crossed my mind.
Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου.
I rue the day I crossed paths with this asshole.
Ξεσπάω την ημέρα που διέσχισα μονοπάτια με αυτό το μαλάκα.
Keep your fingers crossed for me!
Κράτα τα δάχτυλά σου σταυρωμένα για μένα!