Translation meaning & definition of the word "cross" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταυρός" στην ελληνική γλώσσα
Cross
[Σταυρός]noun
1. A wooden structure consisting of an upright post with a transverse piece
- synonym:
- cross
1. Μια ξύλινη δομή που αποτελείται από μια όρθια θέση με ένα εγκάρσιο κομμάτι
- συνώνυμο:
- σταυρώνω
2. A marking that consists of lines that cross each other
- synonym:
- crisscross ,
- cross ,
- mark
2. Μια σήμανση που αποτελείται από γραμμές που διασχίζουν η μία την άλλη
- συνώνυμο:
- διασταυρώνω ,
- σταυρώνω ,
- σηματοδοτώ
3. A representation of the structure on which jesus was crucified
- Used as an emblem of christianity or in heraldry
- synonym:
- Cross
3. Μια αναπαράσταση της δομής πάνω στην οποία σταυρώθηκε ο ιησούς
- Χρησιμοποιείται ως έμβλημα του χριστιανισμού ή στην εραλδική
- συνώνυμο:
- Σταυρός
4. Any affliction that causes great suffering
- "That is his cross to bear"
- "He bears his afflictions like a crown of thorns"
- synonym:
- cross ,
- crown of thorns
4. Οποιαδήποτε θλίψη που προκαλεί μεγάλο πόνο
- "Αυτός είναι ο σταυρός του που πρέπει να αντέξει"
- "Φέρει τις θλίψεις του σαν ένα στέμμα από αγκάθια"
- συνώνυμο:
- σταυρώνω ,
- στέμμα από αγκάθια
5. (genetics) an organism that is the offspring of genetically dissimilar parents or stock
- Especially offspring produced by breeding plants or animals of different varieties or breeds or species
- "A mule is a cross between a horse and a donkey"
- synonym:
- hybrid ,
- crossbreed ,
- cross
5. (γενετική) ένας οργανισμός που είναι απόγονοι γενετικά ανόμοιων γονέων ή αποθεμάτων
- Ιδιαίτερα απογόνων που παράγονται από φυτά αναπαραγωγής ή ζώα διαφόρων ποικιλιών ή φυλών ή ειδών
- "Ένα μουλάρι είναι ένας σταυρός ανάμεσα σε ένα άλογο και ένα γαϊδουράκι"
- συνώνυμο:
- υβρίδιο ,
- διασταύρωση ,
- σταυρώνω
6. (genetics) the act of mixing different species or varieties of animals or plants and thus to produce hybrids
- synonym:
- hybridization ,
- hybridisation ,
- crossbreeding ,
- crossing ,
- cross ,
- interbreeding ,
- hybridizing
6. (γενετική) η πράξη της ανάμειξης διαφορετικών ειδών ή ποικιλιών ζώων ή φυτών και έτσι της παραγωγής υβριδίων
- συνώνυμο:
- υβριδοποίηση ,
- υβριδισμόσ ,
- διασταυρώσεωσ ,
- διάβαση ,
- σταυρώνω ,
- διασταύρωση
verb
1. Travel across or pass over
- "The caravan covered almost 100 miles each day"
- synonym:
- traverse ,
- track ,
- cover ,
- cross ,
- pass over ,
- get over ,
- get across ,
- cut through ,
- cut across
1. Ταξιδέψτε ή περάστε
- "Το καραβάνι κάλυπτε σχεδόν 100 μίλια κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- περπατώ ,
- παρακολουθώ ,
- κάλυμμα ,
- σταυρώνω ,
- περνώ ,
- ξεπερνώ ,
- κόβω
2. Meet at a point
- synonym:
- intersect ,
- cross
2. Συναντηθείτε σε ένα σημείο
- συνώνυμο:
- διασταυρώνω ,
- σταυρώνω
3. Hinder or prevent (the efforts, plans, or desires) of
- "What ultimately frustrated every challenger was ruth's amazing september surge"
- "Foil your opponent"
- synonym:
- thwart ,
- queer ,
- spoil ,
- scotch ,
- foil ,
- cross ,
- frustrate ,
- baffle ,
- bilk
3. Εμποδίστε ή αποτρέψτε (τις προσπάθειες, τα σχέδια ή τις επιθυμίες) του
- "Αυτό που τελικά απογοήτευσε κάθε αμφισβητία ήταν το εκπληκτικό κύμα του σεπτεμβρίου της ρουθ"
- "Αποτυγχάνετε τον αντίπαλό σας"
- συνώνυμο:
- παλιά ,
- περιπατητήσ ,
- αλλοιώνω ,
- παπαγάλοσ ,
- φύλλο ,
- σταυρώνω ,
- απογοητεύω ,
- παλλόμενοσ ,
- μπιλκ
4. Fold so as to resemble a cross
- "She crossed her legs"
- synonym:
- cross
4. Διπλώστε έτσι ώστε να μοιάζει με σταυρό
- "Σταύρωσε τα πόδια της"
- συνώνυμο:
- σταυρώνω
5. To cover or extend over an area or time period
- "Rivers traverse the valley floor", "the parking lot spans 3 acres"
- "The novel spans three centuries"
- synonym:
- cross ,
- traverse ,
- span ,
- sweep
5. Για να καλύψει ή να επεκταθεί σε μια περιοχή ή χρονική περίοδο
- "Ποτάμια διασχίζουν το πάτωμα της κοιλάδας", "ο χώρος στάθμευσης εκτείνεται σε 3 στρέμματα"
- "Το μυθιστόρημα εκτείνεται σε τρεις αιώνες"
- συνώνυμο:
- σταυρώνω ,
- περπατώ ,
- έκταση ,
- σκουπίζω
6. Meet and pass
- "The trains crossed"
- synonym:
- cross
6. Γνωρίστε και περάστε
- "Τα τρένα πέρασαν"
- συνώνυμο:
- σταυρώνω
7. Trace a line through or across
- "Cross your `t'"
- synonym:
- cross
7. Ανιχνεύστε μια γραμμή μέσα ή απέναντι
- "Διασχίζοντας το ``τ'" σου'"
- συνώνυμο:
- σταυρώνω
8. Breed animals or plants using parents of different races and varieties
- "Cross a horse and a donkey"
- "Mendel tried crossbreeding"
- "These species do not interbreed"
- synonym:
- crossbreed ,
- cross ,
- hybridize ,
- hybridise ,
- interbreed
8. Εκτρέφουν ζώα ή φυτά χρησιμοποιώντας γονείς διαφορετικών φυλών και ποικιλιών
- "Σε ένα άλογο και ένα γαϊδουράκι"
- "Ο μέντελ προσπάθησε να διασταυρώσει"
- "Αυτά τα είδη δεν διασταυρώνονται"
- συνώνυμο:
- διασταύρωση ,
- σταυρώνω ,
- υβριδοποιώ ,
- υβριδοποιούν ,
- διασταυρώθηκε
adjective
1. Extending or lying across
- In a crosswise direction
- At right angles to the long axis
- "Cross members should be all steel"
- "From the transverse hall the stairway ascends gracefully"
- "Transversal vibrations"
- "Transverse colon"
- synonym:
- cross(a) ,
- transverse ,
- transversal ,
- thwartwise
1. Επέκταση ή βρίσκεται απέναντι
- Σε μια σταυρωτή κατεύθυνση
- Σε ορθή γωνία με τον μακρύ άξονα
- "Τα διασταυρωμένα μέλη πρέπει να είναι όλα χάλυβας"
- "Από την εγκάρσια αίθουσα η σκάλα ανεβαίνει χαριτωμένα"
- "Εγκάρσιες δονήσεις"
- "Εγκάρσιο παχύ έντερο"
- συνώνυμο:
- σταυ() ,
- εγκάρσιος ,
- εγκάρσια ,
- αποτραβηγμένοσ
2. Annoyed and irritable
- synonym:
- crabbed ,
- crabby ,
- cross ,
- fussy ,
- grouchy ,
- grumpy ,
- bad-tempered ,
- ill-tempered
2. Ενοχλημένος και ευερέθιστος
- συνώνυμο:
- καβουρδισμένα ,
- παραλία ,
- σταυρώνω ,
- ανήσυχοσ ,
- ανατριχιαστικός ,
- γκρινιάρησ ,
- ανακριβήσ ,
- ανεπαίσθητοσ