Translation meaning & definition of the word "crook" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοπάδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crook
[Κρουκ]/krʊk/
noun
1. Someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime
- synonym:
- criminal ,
- felon ,
- crook ,
- outlaw ,
- malefactor
1. Κάποιος που έχει διαπράξει έγκλημα ή έχει καταδικαστεί νόμιμα για αδίκημα
- συνώνυμο:
- εγκληματίας ,
- φέλον ,
- κρουά ,
- εκτός νόμου ,
- κακοποιός
2. A circular segment of a curve
- "A bend in the road"
- "A crook in the path"
- synonym:
- bend ,
- crook ,
- twist ,
- turn
2. Ένα κυκλικό τμήμα μιας καμπύλης
- "Μια στροφή στο δρόμο"
- "Ένας απατεώνας στο μονοπάτι"
- συνώνυμο:
- κάμψη ,
- κρουά ,
- συστροφή ,
- στρέφω
3. A long staff with one end being hook shaped
- synonym:
- crook ,
- shepherd's crook
3. Ένα μακρύ προσωπικό με το ένα άκρο να διαμορφώνεται γάντζος
- συνώνυμο:
- κρουά ,
- απατεώνας του βοσκού
verb
1. Bend or cause to bend
- "He crooked his index finger"
- "The road curved sharply"
- synonym:
- crook ,
- curve
1. Κάμψη ή αιτία για να κάμψει
- "Κατέστρεψε το δείκτη του"
- "Ο δρόμος καμπυλώθηκε απότομα"
- συνώνυμο:
- κρουά ,
- καμπύλη