Translation meaning & definition of the word "crony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρόνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crony
[Σκληρόσ]/kroʊni/
noun
1. A close friend who accompanies his buddies in their activities
- synonym:
- buddy ,
- brother ,
- chum ,
- crony ,
- pal ,
- sidekick
1. Ένας στενός φίλος που συνοδεύει τους φίλους του στις δραστηριότητές τους
- συνώνυμο:
- φίλος ,
- αδελφός ,
- τσαμπίνα ,
- παλαβός ,
- παλαίμ ,
- πλευρικό