Translation meaning & definition of the word "crocus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρόκος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Crocus
[Κρόκος]/kroʊkəs/
noun
1. Any of numerous low-growing plants of the genus crocus having slender grasslike leaves and white or yellow or purple flowers
- Native chiefly to the mediterranean region but widely cultivated
- synonym:
- crocus
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φυτά χαμηλής ανάπτυξης του γένους κρόκος που έχει λεπτά φύλλα χορτοειδούς και λευκά ή κίτρινα ή μοβ άνθη
- Είναι κυρίως γηγενής στην περιοχή της μεσογείου αλλά ευρέως καλλιεργούμενη
- συνώνυμο:
- κρόκοσ