Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "crock" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βράχος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Crock

[Κατσαρίδα]
/krɑk/

noun

1. A black colloidal substance consisting wholly or principally of amorphous carbon and used to make pigments and ink

    synonym:
  • carbon black
  • ,
  • lampblack
  • ,
  • soot
  • ,
  • smut
  • ,
  • crock

1. Μια μαύρη κολλοειδής ουσία που αποτελείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως από άμορφο άνθρακα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή χρωστικών και μελανιών

    συνώνυμο:
  • μαύρο άνθρακα
  • ,
  • λαμπτήρασ
  • ,
  • αιθάλη
  • ,
  • παραμορφώνω
  • ,
  • περικομμένοσ

2. Nonsense

  • Foolish talk
  • "That's a crock"
    synonym:
  • crock

2. Ανοησία

  • Ανόητος
  • "Αυτό είναι ένα περικοπή"
    συνώνυμο:
  • περικομμένοσ

3. An earthen jar (made of baked clay)

    synonym:
  • crock
  • ,
  • earthenware jar

3. Ένα πήλινο βάζο (φτιαγμένο από ψημένο άργιλο)

    συνώνυμο:
  • περικομμένοσ
  • ,
  • βάζο προετοιμασίας

verb

1. Release color when rubbed, of badly dyed fabric

    synonym:
  • crock

1. Χρώμα απελευθέρωσης όταν τρίβεται, από άσχημα βαμμένο ύφασμα

    συνώνυμο:
  • περικομμένοσ

2. Soil with or as with crock

    synonym:
  • crock

2. Χώμα με ή όπως με τον περικοπή

    συνώνυμο:
  • περικομμένοσ