Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "critical" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κριτική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Critical

[Κρίσιμος]
/krɪtɪkəl/

adjective

1. Marked by a tendency to find and call attention to errors and flaws

  • "A critical attitude"
    synonym:
  • critical

1. Χαρακτηρίζεται από την τάση να βρείτε και να επιστήσετε την προσοχή σε σφάλματα και ελαττώματα

  • "Μια κριτική στάση"
    συνώνυμο:
  • critical

2. At or of a point at which a property or phenomenon suffers an abrupt change especially having enough mass to sustain a chain reaction

  • "A critical temperature of water is 100 degrees c--its boiling point at standard atmospheric pressure"
  • "Critical mass"
  • "Go critical"
    synonym:
  • critical

2. Σε ένα σημείο όπου μια ιδιότητα ή ένα φαινόμενο υποφέρει από μια απότομη αλλαγή, ειδικά έχοντας αρκετή μάζα για να διατηρήσει μια αλυσιδωτή

  • "Μια κρίσιμη θερμοκρασία του νερού είναι 100 βαθμοί σημείο βρασμού του στην τυπική ατμοσφαιρική πίεση"
  • "Κρίσιμη μάζα"
  • "Πάει κριτικά"
    συνώνυμο:
  • critical

3. Characterized by careful evaluation and judgment

  • "A critical reading"
  • "A critical dissertation"
  • "A critical analysis of melville's writings"
    synonym:
  • critical

3. Χαρακτηρίζεται από προσεκτική αξιολόγηση και κρίση

  • "Επικριτική ανάγνωση"
  • "Μια κριτική διατριβή"
  • "Μια κριτική ανάλυση των γραπτών του μέλβιλ"
    συνώνυμο:
  • critical

4. Urgently needed

  • Absolutely necessary
  • "A critical element of the plan"
  • "Critical medical supplies"
  • "Vital for a healthy society"
  • "Of vital interest"
    synonym:
  • critical
  • ,
  • vital

4. Απαιτείται επειγόντως

  • Απολύτως απαραίτητο
  • "Ένα κρίσιμο στοιχείο του σχεδίου"
  • "Κρίσιμες ιατρικές προμήθειες"
  • "Ζωτικής σημασίας για μια υγιή κοινωνία"
  • "Ζωτικού ενδιαφέροντος"
    συνώνυμο:
  • critical
  • ,
  • ζωτικός

5. Forming or having the nature of a turning point or crisis

  • "A critical point in the campaign"
  • "The critical test"
    synonym:
  • critical
  • ,
  • decisive

5. Σχηματίζοντας ή έχοντας τη φύση ενός σημείου καμπής ή κρίσης

  • "Ένα κρίσιμο σημείο της εκστρατείας"
  • "Η κρίσιμη δοκιμασία"
    συνώνυμο:
  • critical
  • ,
  • αποφασιστικός

6. Being in or verging on a state of crisis or emergency

  • "A critical shortage of food"
  • "A critical illness"
  • "An illness at the critical stage"
    synonym:
  • critical

6. Να είστε σε κατάσταση κρίσης ή έκτακτης ανάγκης

  • "Μια κρίσιμη έλλειψη τροφίμων"
  • "Μια κρίσιμη ασθένεια"
  • "Μια ασθένεια σε κρίσιμο στάδιο"
    συνώνυμο:
  • critical

7. Of or involving or characteristic of critics or criticism

  • "Critical acclaim"
    synonym:
  • critical

7. Της ή της συμμετοχής ή των χαρακτηριστικών των κριτικών ή της κριτικής

  • "Κριτική αναγνώριση"
    συνώνυμο:
  • critical

Examples of using

He fell into critical condition.
Έπεσε σε κρίσιμη κατάσταση.
The situation is critical.
Η κατάσταση είναι κρίσιμη.
The situation there was critical.
Η κατάσταση εκεί ήταν κρίσιμη.