Translation meaning & definition of the word "critic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κριτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Critic
[Κριτικός]/krɪtɪk/
noun
1. A person who is professionally engaged in the analysis and interpretation of works of art
- synonym:
- critic
1. Ένα άτομο που ασχολείται επαγγελματικά με την ανάλυση και την ερμηνεία των έργων τέχνης
- συνώνυμο:
- κριτικός
2. Anyone who expresses a reasoned judgment of something
- synonym:
- critic
2. Όποιος εκφράζει αιτιολογημένη κρίση για κάτι
- συνώνυμο:
- κριτικός
3. Someone who frequently finds fault or makes harsh and unfair judgments
- synonym:
- critic
3. Κάποιος που συχνά βρίσκει λάθη ή κάνει σκληρές και άδικες κρίσεις
- συνώνυμο:
- κριτικός
Examples of using
He became ever more famous as a critic.
Έγινε όλο και πιο διάσημος ως κριτικός.
He is a critic rather than a novelist.
Είναι κριτικός και όχι μυθιστοριογράφος.
The author of this article is a famous critic.
Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου είναι ένας διάσημος κριτικός.