Translation meaning & definition of the word "criterion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κριτήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Criterion
[Κριτήριο]/kraɪtɪriən/
noun
1. A basis for comparison
- A reference point against which other things can be evaluated
- "The schools comply with federal standards"
- "They set the measure for all subsequent work"
- synonym:
- standard ,
- criterion ,
- measure ,
- touchstone
1. Βάση για σύγκριση
- Ένα σημείο αναφοράς στο οποίο μπορούν να αξιολογηθούν άλλα πράγματα
- "Τα σχολεία συμμορφώνονται με τα ομοσπονδιακά πρότυπα"
- "Θέστε το μέτρο για όλες τις επόμενες εργασίες"
- συνώνυμο:
- τυποποιημένος ,
- κριτήριο ,
- μέτρο ,
- πλακόστρωτο
2. The ideal in terms of which something can be judged
- "They live by the standards of their community"
- synonym:
- criterion ,
- standard
2. Το ιδανικό από την άποψη του οποίου μπορεί να κριθεί κάτι
- "Ζούν σύμφωνα με τα πρότυπα της κοινότητάς τους"
- συνώνυμο:
- κριτήριο ,
- τυποποιημένος